Φαίνεται πως ο Πάολο Κοέλιο είχε δίκιο. Υπάρχουν, όντως, φορές που όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να συμβεί κάτι που μπορεί να αλλάξει τη μοίρα και την ιστορία. Κάπως έτσι συνωμότησαν «μυστικές» δυνάμεις αλλά και μυστικές υπηρεσίες για να καταλήξει το 1965 στον πάγκο του Ολυμπιακού ο μεγαλύτερος προπονητής που έκατσε σε αυτόν: ο Μάρτον Μπούκοβι.
Το 1956 η εξέγερση στην Ουγγαρία και η εισβολή των Σοβιετικών τανκς δεν σήμαναν μόνο το τέλος της χώρας, αλλά και το τέλος της κορυφαίας εθνικής ομάδας εκείνης της εποχής. Μαγυάροι, παίκτες και προπονητές, εγκατέλειψαν την Ουγγαρία και προσπάθησαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη αλλού, όπως για παράδειγμα οι Πούσκας και Κότσις, που έφτασαν μέχρι τη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη.
Ο Μάρτον Μπούκοβι δεν ήταν από τους πρώτους που πήρε το τρένο της μεγάλης φυγής. Ως προπονητής, μάλιστα, της εθνικής ομάδας της Ουγγαρίας πήρε την εκδίκησή του νικώντας τους Σοβιετικούς μέσα στο «Λένιν» με 1-0, υποχρεώνοντάς τους στην πρώτη εντός έδρας ήττα της ιστορίας τους.
Το «φλερτ» του με τον Ολυμπιακό ξεκίνησε λίγο πριν από το 1965 και ενώ οι «ερυθρόλευκοι» είχαν να δουν πρωτάθλημα από το 1959. Οι φήμες της εποχής λένε ότι τον Μπούκοβι τον έστειλε στον Ολυμπιακό ένα εξέχον στέλεχος του Κ.Κ. της Ουγγαρίας και η επαφή έγινε με αφορμή έναν αγώνα με τη Φερεντσβάρος. Κατά καλή τύχη του Ολυμπιακού, ο γενικός αρχηγός της ομάδας τότε Αρης Χρυσαφόπουλος συνάντησε στο ξενοδοχείο έναν γνωστό του από το Νταχάου, όπου είχε φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο γνωστός του, αυτός, είχε ανέβει πολύ ψηλά στην ιεραρχία του Κ.Κ. και ο Ελληνας παράγοντας, έμπορος στο επάγγελμα και δεξί χέρι του κ. Ευγενίδη και αργότερα του Ωνάση δεν έχασε την ευκαιρία. «Τι καλό έχεις για μένα;» φέρεται να του είπε. Η απάντηση ήρθε λίγο καιρό αργότερα, όταν οι Μπούκοβι και Γιούτσος έπαιρναν το δρόμο για την Ελλάδα. Ηταν καλοκαίρι του 1965.
Η αρχή του Θρύλου
Με τον Μπούκοβι στον πάγκο του ο Ολυμπιακός κατακτά τον πρώτο του τίτλο στην Α' Εθνική. Ματς-ορόσημο αυτό της 28ης αγωνιστικής, όταν οι «ερυθρόλευκοι» νικούν τον Πανσερραϊκό με 2-1 με γκολ του Γιούτσου στο τελευταίο λεπτό της αναμέτρησης. Την επόμενη περίοδο (1966-1967) ο Ολυμπιακός «πετά» από νίκη σε νίκη με 11 στα 11, έχοντας μάλιστα νικήσει τον ΠΑΟ στη Λεωφόρο με 1-0. Το Φεβρουάριο του 1967 οι «ερυθρόλευκοι» νικούν και πάλι τον «αιώνιο» αντίπαλο με 4-0 στο Καραϊσκάκη και ο Ούγγρος προπονητής θεοποιείται. Γίνεται τραγούδι και ύμνος από τους οπαδούς του Ολυμπιακού.
Οι διαφωνίες και το τέλος
Και κάπου εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Αρχικά ο Μπούκοβι αρνείται να ακολουθήσει την ομάδα σε περιοδεία στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η επίσημη αιτιολογία κάνει λόγο για την «αριστερή» καταγωγή του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βγάλει άδεια να ταξιδέψει. Ανεπίσημα, όμως, το γυαλί με τη διοίκηση έχει ήδη σπάσει και ο Ούγγρος δεν μπαίνει στο αεροπλάνο από αντίδραση στις παρεμβάσεις που γίνονται στο έργο του (μεταγραφικές κινήσεις δίχως την έγκρισή του, παρεμβάσεις στον καταρτισμό ενδεκάδας και τις αλλαγές κ.λπ.).
Οι παίκτες αντιδρούν και αυτοί λέγοντας ότι χωρίς τον Μπούκοβι δεν ταξιδεύουν και εκείνος φωνάζει τον αρχηγό Κώστα Πολυχρονίου: «Εσύ θα τους συγκεντρώσεις και θα τεθείς επικεφαλής...» του λέει.
Μέσα σε όλα, υπάρχει και η ανατροπή του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα. Ο Μπούκοβι και ο βοηθός του Μιχάλι Λάντος γίνονται στόχος ως «κομμουνιστές» και ο κλοιός γύρω τους σφίγγει. Παρ' όλα αυτά ο Ολυμπιακός κατακτά τον τίτλο με 59 βαθμούς (7 μπροστά από την ΑΕΚ και 17 από τον ΠΑΟ). Τίτλο που πάντως ο «Μάρτσι-Μπάτσι» δεν προλαβαίνει να πανηγυρίσει, καθώς θα απελαθεί από τη χώρα.
«Στη χώρα σας γνώρισα τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου. Τα έφερε έτσι η τύχη ώστε τις γιορτές να τις κάνω στο σπίτι μου στη Βουδαπέστη. Στο μέλλον δεν πρόκειται να προπονήσω καμία ομάδα! Αυτό είναι το τέλος της όμορφης επαγγελματικής μου καριέρας» ήταν τα τελευταία του λόγια στην Ελλάδα, από την οποία έφυγε έχοντας αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του.
Δάσκαλος του 4-2-4
Ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε ουσιαστικά το 4-2-4, μετατρέποντας το παραδοσιακό (και αγαπητό στον ποδοσφαιρόκοσμο τότε) «WM» με τις εξής «ρυθμίσεις»: Δύο πλάγιοι στα άκρα της επίθεσης, οπισθοχώρηση ενός μέσου. Με το σύστημα αυτό έκανε θαύματα με την ΜΤΚ, ενώ ο Γκούσταβ Σέμπες υιοθέτησε το σύστημα του Μπούκοβι και το χρησιμοποιούσε στην εθνική ομάδα (και αργότερα προσπάθησε να το εφαρμόσει σε όποια ομάδα πήγε).
Η ζωή του στα γήπεδα
Ο Μάρτον Μπούκοβι γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1903. Ως ποδοσφαιριστής αγωνίστηκε στις Φερεντσβάρος και Σέτε στην Ουγγαρία, ενώ χρίστηκε και διεθνής με την εθνική ομάδα της χώρας του. Η καριέρα του ως προπονητής ξεκίνησε το 1935 με την Γκραντάνσκι Ζάγκρεμπ, με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Γιουγκοσλαβίας και δύο πρωταθλήματα Κροατίας. Το 1947 ο Μπούκοβι αποδέχθηκε την πρόταση της ΜΤΚ Βουδαπέστης και επέστρεψε στην Ουγγαρία. Την οδήγησε σε τρία πρωταθλήματα Ουγγαρίας και ένα Κύπελλο. Παράλληλα εργάστηκε και ως βοηθός του Γκούσταβ Σέμπες στην εθνική Ουγγαρίας και το 1956 τον διαδέχθηκε στον πάγκο.
Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι*
«Ητανε όλοι εκεί. Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα, τον Αγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.
Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που 'παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τ' αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ' τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ' το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί.
Από το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής, που κυνηγάει τους π, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ της ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ' τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα και όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.
Απ’ των ''Κυνηγών'' ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.
Ηρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ηρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ' την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι, κι όσοι απ' το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.
Την άλλη μέρα έγραψε και το ''Φως'' τι έγινε εκεί: Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ' το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε:
- Πατέρα! Μη φεύγεις!
Πως όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:
- Πατέρα! Μη φεύγεις! Πατέρα μη! Μη φεύγεις!
Εγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά. Τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο».
*** Του Διονύση Χαριτόπουλου, από τη συλλογή διηγημάτων «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι».